Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025. Αγίου Τρύφωνος του μάρτυρος και προστάτη των αμπελουργών στην Αγχίαλο Θεσσαλονίκης.

  Υπάρχει, αγαπητοί μου, στον κόσμο η ιδέα, πως η ευτυχία βρίσκεται στα πλούτη, στις δόξες και στα μεγαλεία. Η ιδέα όμως αυτή, όπως δείχνουν πολλά παραδείγματα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μπορεί να κατοικεί ο άνθρωπος σε καλύβα και να είναι ευτυχισμένος, μπορεί να κατοικεί σε παλάτια και να είναι δυστυχισμένος. Από τα πολλά παραδείγματα θ’ αναφέρω εδώ ένα, παρμένο μέσα από την ιστορία των αυτοκρατόρων της αρχαίας Ρώμης.
    Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο λεγόμενος Γορδιανός ( 238 – 244 μ.Χ.). Είχε δόξες και τιμές και πλούτη σε μεγάλο βαθμό. Ήταν όμως ευτυχισμένος; Απ’ έξω φαινόταν ευτυχισμένος, αλλά μέσα στο σπίτι του, μέσα στο παλάτι του και προπαντός μέσα στην καρδιά του ήταν ένας από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους του κόσμου. Γιατί;
    Ακούστε το δράμα του αυτοκράτορα αυτού.
  Είχε μια μονάκριβη κόρη. Ήταν μια από τις πιο όμορφες νέες και φημιζόταν για την εξυπνάδα της και για την κλίση στα γράμματα. Ξαφνικά η κόρη αρρώστησε, την έπιασε βαθιά μελαγχολία, έπεσε στο κρεβάτι, δεν μιλούσε καθόλου, όταν την έπιανε η κρίση, έκανε πράγματα παράλογα και τρελά, που αναστάτωναν όλο το παλάτι. Έβγαζε τα ρούχα της, φώναζε, έτρεχε, έπεφτε στο νερό και στη φωτιά, κινδύνευε να θανατωθεί.
    Ποια ήταν η ασθένεια της κόρης; Ίσως απ’ αυτά που ανέφερα παραπάνω το καταλάβουμε διότι παρόμοια περιστατικά αναφέρονται αρκετά στο Ευαγγέλιο. Την κόρη την βασάνιζε το δαιμόνιο, το οποίο φανερώθηκε μόνο του, γιατί σε κάποια κρίση που την έπιασε άρχισε να φωνάζει και να λέει: Ο Τρύφων, ο Τρύφων! ….. Κανένας δεν μπορεί να με βγάλει από το σπίτι μου, παρά μόνο ο Τρύφων….
    Μέσα στο παλάτι δεν υπήρχε άνθρωπος να έχει αυτό τ’ όνομα. Έστειλε ο Γορδιανός στρατιώτες και αξιωματικούς για ν’ ανακαλύψουν τον Τρύφωνα. Επί τέλους, ύστερα από πολλή έρευνα, τον βρήκαν σ’ ένα χωριό να βόσκει χήνες. Ο Τρύφωνας τότε ήταν ένα παλικάρι δεκαεφτά χρονών. Οι στρατιώτες, καθώς είχαν εντολή, τον πήραν, τον ανέβασαν στο άλογο και πήραν τον δρόμο για την Ρώμη. Τρεις μέρες πριν φθάσουν στη Ρώμη, το δαιμόνιο που φώλιαζε στο δυστυχισμένο κορίτσι ούρλιαζε και έλεγε: Αλίμονό μου! Τρεις μέρες ακόμα θα μείνω σ’ αυτό το σπίτι. Έρχεται ο Τρύφωνας, που θα με διώξει.
    Το δαιμόνιο συντάραξε για μια ακόμη φορά, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, το κορίτσι και πριν ακόμα αντικρίσει τον Τρύφωνα, έφυγε, και το κορίτσι ελευθερώθηκε. Χαρά μεγάλη στο παλάτι. Και η χαρά αυτή έγινε ακόμα πιο μεγάλη, όταν έφτασαν οι στρατιώτες που έφεραν τον Τρύφωνα.
    Ο βασιλιάς παρακάλεσε τον Τρύφωνα, τον Άγιο αυτό άνθρωπο του Θεού, ν’ αποκαλύψει τη δύναμη και τα μυστήρια του σατανά. Ο Άγιος Τρύφωνας νήστεψε εφτά ημέρες, προσευχήθηκε και πήρε χάρη Θεού ακόμα πιο μεγάλη. Στο πρόσταγμα του Αγίου Τρύφωνα εμφανίστηκε το δαιμόνιο, σαν ένας σκύλος μαύρος και άσχημος, που τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Στην ερώτηση του Αγίου Τρύφωνα, γιατί μπήκε μέσα στην κόρη, το δαιμόνιο απάντησε: ότι δεν ενεργεί μόνο του, αλλά εκτελεί διαταγή του αρχηγού του σατανά, που θέλει να βασανίζει τους ανθρώπους. Σε δεύτερη ερώτηση, ποια εξουσία έχουν οι δαίμονες στα πλάσματα του Θεού, το δαιμόνιο απάντησε: Εμείς καμία εξουσία δεν έχουμε στους ανθρώπους που πιστεύουν στο Χριστό και ζουν σύμφωνα με το άγιο θέλημά του. Τρέμουμε και φεύγουμε μακριά τους. Πηγαίνουμε σ’ εκείνους, που αγαπούν τα έργα μας, δηλαδή στους ειδωλολάτρες, βλάστημους, πόρνους, μοιχούς, κλέφτες, φονιάδες, υπερήφανους, αλαζόνες, που χωρίζονται από τον αληθινό Θεό με τα αμαρτήματά τους και έρχονται σ’ εμάς.
    Ο βασιλιάς θαύμασε τον Άγιο Τρύφωνα, τον ευχαρίστησε, του έδωσε δώρα πολλά και διέταξε τον έπαρχο να τον συνοδέψει έως τον τόπο του. Ο Τρύφωνας επιστρέφοντας μοίρασε στους φτωχούς ό,τι του έδωσε ο βασιλιάς. Φτωχός πριν, φτωχός και τώρα ο βοσκός των χηνών.
    Ο αυτοκράτορας Γορδιανός σκοτώθηκε σε κάποιο πόλεμο με βαρβάρους. Άλλοι αυτοκράτορες ήρθαν στην εξουσία. Ο τελευταίος απ’ αυτούς ήταν ο Δέκιος. Αυτός ήταν άσπλαχνος, φανατικός ειδωλολάτρης, έγινε ένας από τους αγριότερους διώκτες των χριστιανών. Ήθελε να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης τ’ όνομα χριστιανός. Με τροχούς, με ξίφη, με σιδερένια νύχια και με άλλα φοβερά κολαστήρια προσπαθούσε να κάμψει την αντίσταση των χριστιανών και να τους κάνει να προσκυνήσουν στα είδωλα.
    Ο Άγιος Τρύφωνας, γνωστός για την δράση του, όπως ήταν επόμενο, συνελήφθη από τους πρώτους. Στο κριτήριο όπου, οδηγήθηκε, ο έπαρχος τον ρώτησε πώς ονομάζεται και τι πιστεύει. Τρύφωνας ονομάζομαι, απάντησε, είμαι από τη Λάμψακο της Φρυγίας και πιστεύω στο Χριστό. Ο έπαρχος τότε του είπε: Διαταγή του βασιλιά είναι, όποιος δε σέβεται τους θεούς μας να βασανίζεται σκληρά και να θανατώνεται. Αρνήσου λοιπόν το Χριστό, αν θέλεις να ζήσεις και θυσίασε στους θεούς μας. Δεν θυσιάζω στους θεούς σας, απάντησε με θάρρος ο Τρύφωνας. Προτιμώ το θάνατο από την άρνηση του Χριστού. Ο έπαρχος διέταξε να τον κρεμάσουν στο ξύλο και να τον κτυπούν με τα σπαθιά. Αλλά ο Άγιος Τρύφωνας, αν και υπέφερε πολύ και το αίμα έτρεχε από τις πληγές του, έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του. Από τη θέση αυτή ο Άγιος Τρύφωνας έλεγξε τους ειδωλολάτρες για την ψεύτικη θρησκεία τους και απέδειξε ότι οι θεοί που λατρεύουν, όχι μόνο είναι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά σύμφωνα με τους μύθους που πιστεύουν είναι φορτωμένοι και από φοβερά εγκλήματα, φόνους, πορνείες, μοιχείες, κλοπές και προκαλούν τη φρίκη και την αναστροφή κάθε λογικού ανθρώπου. Ω έπαρχε, φώναζε στο τέλος ο Τρύφωνας, ω έπαρχε και οι λοιποί ειδωλολάτρες, αφήστε αυτή την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων και πιστέψετε στον αληθινό Θεό!
    Ο Έπαρχος, που άκουσε τα λόγια αυτά, θύμωσε ακόμη πιο πολύ και διέταξε να τον βασανίσουν πιο σκληρά. Τον έδεσαν σε ουρές αλόγων και τον έσυραν στους δρόμους. Το πώς σώθηκε, Θαύμα! Οδηγήθηκε κατόπιν σ’ άλλη πόλη, μεγαλύτερη, τη Νίκαια κι εκεί του κάνανε νέες ανακρίσεις και νέα μαρτύρια, αλλά με αλύγιστο θάρρος ήλεγξε και πάλι την ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων, τους αισχρούς θεούς τους και κήρυξε και ομολόγησε για μια ακόμη φορά την αληθινή πίστη. Ήταν άφοβος και ατρόμητος σαν λιοντάρι. Ο τύραννος βαρέθηκε πια, απογοητεύθηκε στην προσπάθειά του να κλονίσει την πίστη του ήρωα αυτού και διέταξε την αποκεφάλισή του. Ο Άγιος δόξασε το Θεό, γιατί έφτασε η ώρα του μαρτυρικού του τέλους και πριν οι στρατιώτες εκτελέσουν τη διαταγή η αγία του ψυχή πέταξε στον ουράνιο κόσμο. Το ιερό του λείψανο, πολύτιμος θησαυρός, μεταφέρθηκε στην πατρίδα του, την Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Αγαπητοί μου χριστιανοί ένα αγροτόπαιδο που βοσκούσε χήνες αξιώθηκε να γίνει νικητής δαιμόνων, άγιος και μάρτυρας, που και μέχρι σήμερα οι γεωργοί μας τον τιμούν ιδιαίτερα και τον παρακαλούν να ευλογεί και να προστατεύει τα γεωργικά τους προϊόντα από κάθε κίνδυνο.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΗΧΟΣ Δ΄ .
    Τρυφήν την ακήρατον, ιχνηλατών εκ παιδός, βασάνους υπήνεγκας, υπέρ Χριστού του Θεού, και ήθλησας άριστα. Όθεν την των θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, Τρύφων μεγαλομάρτυς, τους σε μακαρίζοντας.
Φωτογραφίες από το κέρασμα στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας μας.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025. Τα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού.

  Άνοιξαν των ουρανών οι πύλες στου Χριστού τη Γέννηση. Έψαλαν οι Άγγελοι το «δόξα εν Υψίστοις». Ανοί­γουν σήμερα τα φωτεινά ουράνια, για να προβάλει ολοφώτεινη η Τριαδική Θεότης. Η ερημιά του Ιορδάνου δέχεται τον Υιόν του Θεού. Ο Ιορδάνης ξαφνιάζεται βλέποντας να βαφτίζεται στα νερά του ο αναμάρτητος. Ο Πρόδρομος σκύβει μπροστά σ’ Εκείνον, πού μπροστά του γονατίζουν των ουρανών οι δυνάμεις. Τρέμει το χέρι του Προφήτου καθώς δείχνει τον Σωτήρα, που έρχεται στην έρημο του Ιορδάνου. Το Πνεύμα του Θεού φανερώνεται «ἐν εἲδει περι­στερᾶς» πάνω στο κεφάλι του Κυρίου και η φωνή του ουρανίου Πατρός μαρτυρεί τη Θεότητα του Κυρίου. Έξι μήνες μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ τον Χριστό ο Πρόδρομος είχε γλιτώσει κι αυτός, κατά θαυμαστό τρόπο, απ’ το μαχαίρι του Ηρώδου κι έζησε από μικρό παιδί στην ερημιά σαν ασκητής. Δεν είχε γνωρίσει το Χριστό κι όμως ερχότανε θεόσταλτος, αληθινά θεόπνευστος, να κηρύξει τον ερχομό Του. Η ασκητική μορφή του Προδρόμου, ή αγιότη­τα του βίου του, το μυστηριώδες κήρυγμά του, ζωντανεύουν στις ψυχές των Ιουδαίων τις μορφές των μεγάλων Προφητών του Ισραήλ. Μήπως ήταν αυτός ένας απ’ τους παλιούς εκείνους Προφήτες και ξαναρχότανε στη γη; Πλήθη Ιου­δαίων έφθαναν στην έρημο, να δουν τον Νέον Προφήτη, που «έτρωγε ακρίδες (κορφές χόρτων) και μέλι άγριο»’ και ν’ ακούσουν το μυστηριώδες κήρυγμά του, το γλυκό σαν παρηγοριά και χαρούμενη ελπίδα, άλλοτε πάλι αυστηρό σαν σεισμό, σαν θύελλα, σαν κεραυνό. Σκοπός του; Να μετανιώσουν, να γίνουν άξιοι να δεχθούν τον Σωτήρα που θα ερχότανε στη γη. «Ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου», «μετανοεῖτε, ἢγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» βροντοφωνούσε κι αντιλαλού-σαν οι ερημιές το κήρυγμά του. Συνεκλόνιζε ψυχές ο έλεγχος του λόγου του. Κι όταν με συντριβή ψυχής ρωτούσαν τα πλήθη που άκουγαν το κήρυγμά του πως θα ’βρισκαν την λύτρωση; τότε ζητούσε αληθινή μετάνοια, πραγμα­τική εξομολόγηση και για να νοιώσουν πιο αισθητά οι άνθρωποι τον ψυχικό τους καθαρμό, συμβολικά τους βάπτιζε στον Ιορδάνη. Είχε σχηματισθεί μια ομάδα μαθητών του, που συχνά μαζεύονταν γύρω του για ν’ ακούσουν τη θεία του διδασκαλία. Αυτοί βρέθηκαν κοντά του κι όταν για πρώτη φορά είδε το Χριστό ο Πρόδρομος να τριγυρνά στα «ἒρημα τοῦ Ἰορδάνου», τότε πετάχτηκε ορθός και σήκωσε το χέρι του με φόβο, για να δείξει το Θεάνθρωπο Σωτήρα. Τότε είπε τα προφητικά εκείνα λόγια «Ἲδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἲρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
    Κι ήρθε ή ιστορική στιγμή της συναντήσεως. Ο εκπρό­σωπος της Παλαιάς Διαθήκης Προφήτης και Πρόδρομος βλέπει κοντά το Θεάνθρωπο Κύριο που έρχεται να γράψει με το αίμα του τη Καινή Διαθήκη. Φθάνει στο κατακόρυφο το ψυχικό του δέος, όταν βλέπει τον Ιησού να θέλει να βαπτισθεί στον Ιορδάνη. Ω Κύριε, λέγει ο Πρόδρομος. Αυτό δεν το χωρεί ανθρώπινη σκέψη. Συ ο αναμάρτητος Θεός να βαπτισθείς σαν τους αμαρτωλούς ανθρώπους; «Ἐγώ χρείαν ἒχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καί σύ ἒρχη πρός με»; Ω τι θα μπορούσε να πει ο Πρόδρομος! Τι συναισθήματα συγ­κλονίζουν τη ψυχή του! Αυτός να βαπτίσει το Σωτήρα; Τρέμει κι όμως συμμορφώνεται με την υπόδειξη του Κυρίου· «Ἂφες ἂρτι οὓτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». Έτσι πρέπει σ’ εμάς που διδάσκουμε τους άλλους να εκτελούμε πιστά κάθε ιερό καθήκον. Κι αλήθεια ιερό καθήκον ήταν για το λαό η εξολομολόγηση και ο καθαρισμός των ψυχών στον Ιορδάνη.
    Ήταν ο Χριστός, ο μόνος αναμάρτητος, ως Θεός και άνθρωπος. Κι όμως οι άνθρωποι τον έβλεπαν σαν άνθρωπο και είχαν την απαίτηση, σαν άνθρωπο να τον βλέπουν να συμπεριφέρεται ανάμεσα τους. Δε θα μπορούσε αργότερα να ομιλήσει για αμαρτία και μετάνοια και ψυχική φροντίδα, αν περιφρονούσε το βάπτισμα του Ιωάννου. Θεόσταλτος, πρόδρομος δικός του, ήταν ο Προφήτης Ιωάννης. Έτσι με τη βάπτισή Του επικύρωσε το έργο του Προδρόμου.
    Με τρεμάμενο χέρι βαπτίζει τώρα το Σωτήρα του κό­σμου ο Βαπτιστής Προφήτης. Βγαίνει τώρα σύντομα απ’ τα νερά ο Κύριος, γιατί δεν είχε να εξομολογηθεί αμαρτία σαν άνθρωπος, ενώ βρισκόταν στο νερό, όπως συνήθιζαν οι άνθρωποι. Και τώρα γίνεται το θαύμα. Ανοίγονται οι ουρα­νοί και φωτεινό ολόλευκο σαν περιστέρι έρχεται το Πνεύμα του Θεού και φτερουγίζει πάνω στο Χριστό έτσι που το έβλεπε ο Πρόδρομος, μ’ ευλάβεια. Ακούει τώρα λόγια ουράνια, την ηχηρή φωνή του Ουρανίου Πατρός: «Οὗτός ἐστίν ό Υἱός μου ό ἀγαπητός ἐν ᾧ ηὐδόκησα». Ήταν η πρώτη ιερή στιγμή πού φανερώνονται συγχρόνως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, όπως με χαρά και θρίαμβο ψάλλει σήμερα η Εκκλησία: «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις. Τοῦ γάρ Γεννήτορος (του Θεοῦ Πατρός) ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα καί τό Πνεῦμα ἐν εἲδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές».
    Έτσι ονομάσθηκε «Θεοφάνεια» η εορτή αυτή. Αυτή την ημέρα συνήθιζαν, σαν μαζί με τον Χριστό, να βαπτίζονται οι Χριστιανοί των πρώτων χρόνων. Γέμιζαν νεοφώτι­στους τα βαπτιστήρια που με λαμπάδες στα χέρια έπειτα παρακολου-θούσαν τη πανηγυρική λειτουργία στους Ναούς. Κι ήταν τόσες οι λαμπάδες, τόσο φωτεινές οι εκκλησίες αυτή την ημέρα, ώστε «Φώτα» ονόμασαν την εορτή. Ας δούμε και μεις σήμερα το Φως του Χριστού. Ας φωτίσει τις ψυχές μας ο λόγος Του. Ας γιορτάσομε με φωτισμένες ψυχές το αληθινό φως του Χριστού, που φανερώθηκε στη γη «καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται».