Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020 ΣΤΟ ΛΕΝΤΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ 
(27 Ιουλίου)
Ο Άγιος Παντελεήμων γεννήθηκε στην Νικομήδεια, στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Ευστόργιος και μητέρα του η Ευβούλη. Το όνομα που του έδωσαν οι γονείς του ήταν Παντολέων. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης ενώ η μητέρα του ήταν Χριστιανή. Ο Άγιος έμεινε ορφανός από μητέρα σε νεαρή ηλικία. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, διδάχθηκε τα Ελληνικά και κατόπιν ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύσει κοντά στον γνωστό ιατρό Ευφρόσυνο την επιστήμη της ιατρικής. Τις Χριστιανικές νουθεσίες της μητέρας του, αντικατέστησαν μετά τον θάνατό της, οι νουθεσίες του Αγίου Ερμόλαου, που εκείνον τον καιρό ήταν ιερέας της Χριστιανικής εκκλησίας στη Νικομήδεια. Ο Άγιος Παντελεήμων, μεγαλωμένος σε ένα σπίτι που συνυπήρχε η ειδωλολατρική και η Χριστιανική πίστη, δεν είχε επιλέξει σε ποιαν να πιστέψει. Μια μέρα, και ενόσω ακόμη σπούδαζε την Ιατρική, είδε στο δρόμο που περπατούσε ένα φίδι να δαγκώνει ένα παιδί και αμέσως το παιδί έπεσε νεκρό. Ο Άγιος τότε σκέφτηκε ότι εάν ο Χριστός ανάσταινε το παιδί και πέθαινε το φίδι, θα γινόταν ο ίδιος Χριστιανός. Και έτσι έγινε. Μπροστά στα μάτια του, το παιδί αναστήθηκε και το φίδι εξαφανίστηκε. Ο Άγιος κατάλαβε τότε ποια είναι η αληθινή πίστη και έτρεξε στον Άγιο Ερμόλαο να του αναφέρει τι έγινε και να του ζητήσει να τον βαπτίσει Χριστιανό. Ο Άγιος Ερμόλαος τον βάπτισε και του δίδαξε τα μυστήρια της Χριστιανικής πίστης. 
Ο Άγιος Παντελεήμονας με την βοήθεια του Ιησού Χριστού και την προσευχή, άρχισε να γιατρεύει συμπολίτες του, με αποτέλεσμα η φήμη του να μεγαλώνει συνεχώς στο λαό της Νικομήδειας. Μετά από ένα θαύμα που έκανε στο πατρικό του σπίτι, όπου με την βοήθεια της προσευχής κατάφερε να δώσει το φως σε έναν τυφλό, έπεισε και τον ειδωλολάτρη πατέρα του να βαπτιστεί Χριστιανός και να ζήσει ο υπόλοιπο του βίου του εν Χριστώ. 
Όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Άγιος Παντελεήμονας, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και συνέχισε να θεραπεύει τους αρρώστους με την βοήθεια της προσευχής. Η μοναδική αμοιβή που ζητούσε ήταν οι θεραπευμένοι να βαπτίζονται Χριστιανοί. 
Η δράση του αυτή, έκανε τους υπόλοιπους γιατρούς της περιοχής να τον μισήσουν και να τον κατηγορήσουν στον Μαξιμιανό, που ήταν βασιλιάς εκείνα τα χρόνια. Ο Μαξιμιανός, ειδωλολάτρης ο ίδιος, τάχθηκε με το μέρος τους και κάλεσε τον Άγιο Παντελεήμονα να παρουσιαστεί μπροστά του με σκοπό να του αλλάξει την πίστη και να τον κάνει ειδωλολάτρη. 
Αφού δεν τα κατάφερε με τα λόγια, τον υπέβαλε σε σκληρά μαρτύρια, ελπίζοντας πως έτσι θα γίνει αυτό που ήθελε. Ο Άγιος με συνεχή προσευχή, όχι μόνο υπέμεινε τα μαρτύρια αυτά, αλλά στο τέλος κάθε μαρτυρίου ήταν σώος και αβλαβής. Ο Μαξιμιανός, αντί να πιστέψει μετά από τα θαύματα που έβλεπε να συμβαίνουν μπροστά του, πείσμωνε περισσότερο. Τελικά, θανάτωσε τον Άγιο Ερμόλαο, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την πίστη του Αγίου Παντελεήμονα και διέταξε τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Κατά την διάρκεια του αποκεφαλισμού ένα ακόμη θαύμα συνέβη. Το ξίφος με το οποίο θα αποκεφάλιζαν τον Άγιο, λύγισε σαν κερί. Οι στρατιώτες πίστεψαν στην χάρη του Ιησού Χριστού και αρνήθηκαν να θανατώσουν τον Άγιο Παντελεήμονα. Ο Άγιος προσευχήθηκε και τότε μια φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, που έλεγε ότι στο εξής, δεν θα ονομάζεται Παντολέοντας αλλά Παντελεήμων και σε αυτόν θα προσεύχονται οι Χριστιανοί ζητώντας ευσπλαχνία. Μετά από το θαύμα αυτό και με παράκληση του ίδιου του Αγίου, έγινε η εκτέλεσή του. Ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ οι στρατιώτες έγιναν Χριστιανοί και άρχισαν να διακηρύττουν τον λόγο του Ιησού Χριστού. 
Την μνήμη του Αγίου Παντελεήμονα την γιορτάζουμε στις 27 Ιουλίου. 
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. 
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020 ΣΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΙΑΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στην Ρώμη το 117μ.Χ. Οι γονείς της ήταν Έλληνες. Ο πατέρας της, Αγάθων, και η μητέρα της, Πολιτεία, όντας χριστιανοί, όταν γεννήθηκε η Αγία την βάπτισαν και της έδωσαν το όνομα Παρασκευή. Την μεγάλωσαν σύμφωνα με την χριστιανική πίστη και την σπούδασαν αφού είχαν την οικονομική δυνατότητα μιας και ήταν πλούσιοι. 
Πολλοί θέλησαν να παντρέψουν την Αγία με τους υιούς τους, τόσο γιατί ήταν μια ενάρετη κοπέλα όσο και γιατί ήταν πλούσια. Η Αγία Παρασκευή, όμως, αρνήθηκε κάθε τέτοια πρόταση, έχοντας αποφασίσει να αφιερώσει την ζωή της στον Ιησού Χριστό. 
Όταν ήταν σε ηλικία είκοσι ετών οι γονείς της πέθαναν. Τότε η Αγία έδωσε την περιουσία της στους φτωχούς, στην εκκλησία και σε ένα ίδρυμα, στο οποίο έμεναν χριστιανές κοπέλες που είχαν αφιερωθεί στον Ιησού Χριστό. Εκεί έμεινε για λίγα χρόνια η Αγία Παρασκευή, βοηθώντας στην διάδοση της χριστιανικής πίστης, όπως έκαναν και οι υπόλοιπες συγκάτοικοι της. 
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το ίδρυμα αυτό και ξεκίνησε να κηρύττει τον Χριστιανισμό σε διάφορες πόλεις και χωριά της Ιταλίας. Κατά την διάρκεια αυτών των περιοδειών της, έπεισε πολλούς να βαπτιστούν Χριστιανοί. Αυτό ήταν κάτι που ενόχλησε κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι ανέφεραν την δράση της Αγίας Παρασκευής στον, επίσης ειδωλολάτρη, Αντωνίνο, αυτοκράτορα εκείνη την εποχή της Ρώμης. 
Με εντολή του Αντωνίνου, συνέλαβαν την Αγία Παρασκευή και την οδήγησαν μπροστά του. Θέλοντας αυτός να την κάνει να απαρνηθεί την χριστιανική πίστη, την υποβάλει στο μαρτύριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας από το οποίο, με την χάρη του Ιησού Χριστού, η Αγία βγήκε σώα. Ακολούθησαν άλλα μαρτύρια, τα οποία η Αγία υπέμενε δοξολογώντας τον Χριστό. Το τελευταίο βασανιστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η Αγία ήταν ένα καζάνι στο οποίο έβραζε πίσσα και λάδι. Εκεί έβαλαν την Αγία Παρασκευή η οποία όμως, με την βοήθεια του Θεού, δεν έπαθε τίποτα. Βλέποντας το αυτό ο Αντωνίνος, την προέτρεψε να ρίξει πάνω του πίσσα για να διαπιστώσει ο ίδιος αν καίει. Η πίσσα αυτή τύφλωσε τον αυτοκράτορα ο οποίος πίστεψε τότε στην αληθινή θρησκεία και ζήτησε από την Αγία Παρασκευή να τον βαπτίσει χριστιανό. Εκείνη όχι μόνο τον βάπτισε, αλλά και του θεράπευσε, με την χάρη του Θεού, τα μάτια. Η χάρη να θεραπεύσει τα μάτια, δόθηκε από τον Θεό στην Αγία Παρασκευή και γι’ αυτό τα περισσότερα θαύματα τα της, έχουν σχέση με τα μάτια των χριστιανών που ζητούν την βοήθεια της, τότε αλλά και μέχρι τις μέρες μας. 
Η Αγία Παρασκευή συνέχισε μετά την βάπτιση του Αντωνίνου, να κηρύττει τον Λόγο του Θεού ταξιδεύοντας και σε άλλες χώρες εκτός από την Ιταλία. Κηρύττοντας τον Χριστιανισμό και βαπτίζοντας νέους χριστιανούς έφτασε και στην Ελλάδα. Όταν βρέθηκε στα Τέμπη, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός της, συννελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον άρχοντα της περιοχής που ονομαζόταν Ταράσιος. Στην προσπάθεια του αυτός, να πείσει την Αγία Παρασκευή να εγκαταλείψει την δράση και την πίστη της, άρχισε να την υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια. Με θάρρος και δύναμη τα υπέμενε η Αγία, ενώ κάθε πρωί την έβρισκαν θεραπευμένη από τις πληγές των βασανιστηρίων της προηγούμενης ημέρας. Τελικά ο Ταράσιος διέταξε τον αποκεφαλισμό της και έτσι η Αγία Παρασκευή παρέδωσε την ψυχή της στον Ιησού Χριστό, τον οποίο πίστεψε και κήρυξε σε όλη της την ζωή. Το σώμα της έθαψαν κρυφά κάποιοι χριστιανοί. Στον τάφο της έγιναν πολλά θαύματα, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί βοηθήθηκαν από την Αγία Παρασκευή και κυρίως άνθρωποι με παθήσεις στα μάτια. 
Την μνήμη της Αγίας Παρασκευής εορτάζουμε στις 26 Ιουλίου. 
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. 

Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020 ΣΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΙΑΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ 
Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της ανήκαν στην ανώτερη τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας της ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν Αιδέσιος. 
Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα. 
Η γυναίκα στην οποία ο Αιδέσιος είχε εμπιστευτεί την ανατροφή της κόρης του ήταν χριστιανή. Έτσι η μικρή Μαρίνα γαλουχήθηκε νωρίς στη νέα πίστη του Χριστού. Σε ηλικία 12 ετών έλαβε το Βάπτισμα και συγκαταριθμήθηκε ως μέλος στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου. Με αμείωτο ενδιαφέρον ποθούσε να μάθει καθετί πού είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό.Όλα αυτά δημιούργησαν μέσα της την ιερή επιθυμία να μαρτυρήσει, για το Σωτήρα και Λυτρωτή της. 
O πατέρας της Αιδέσιος όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή, τυφλωμένος από το φανατισμό της ειδωλολατρικής θρησκείας μίσησε το ίδιο το σπλάχνο του και αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του. 
Η Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό. Ο έπαρχος Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρίζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του. 
Η νεαρή χριστιανή παρέμεινε σιωπηλή, ενώ μέσα της προσευχόταν θερμά, ζητώντας από τον Θεό να τη στηρίξει και να τη φωτίσει ώστε να φερθεί καθώς αρμόζει στις αφιερωμένες σ’ Εκείνον ψυχές. 
Στην επιμονή του Ολύβριου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πως είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο, έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού. 
Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί το γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυμένη από τον Κύριο, στον οποίο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό. 
Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα! 
Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις. 
Ο έπαρχος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι στρατιώτες τη μαστίγωση και να την οδηγήσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ότι μετά απ’ αυτό η Μαρίνα ν’ αλλάξει στάση. 
Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, ξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή και φροντίδα. 
Ο φθονερός διάβολος θέλησε να δοκιμάσει ο ίδιος την Αγία. Έτσι λοιπόν πήρε ο ίδιος τη μορφή μεγάλου και φοβερού δράκοντος (φιδιού) και πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στη Μαρίνα. 
Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, φώναξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση, επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της. 
Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους στον Θεό. 
Ο διάβολος μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο κατάμαυρο, με τρομερή και κακάσχημη εμφάνιση, σαν μαύρου σκυλιού. Η Μαρίνα όμως, στερεωμένη όσο ποτέ στην πίστη, τον άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ ένα σφυρί πού ήταν κάπου εκεί ξεχασμένο, τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και στη ράχη και τον ταπείνωσε εντελώς. Και ενώ η μεγαλομάρτυς άρχισε και πάλι να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, ο διάβολος, σκοτεινός και άσχημος όρμισε εναντίον της και κραυγάζοντας την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν σταματούσε να προσεύχεται. Και η Αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε. 
Μετά από αυτό δυνατό φως φώτισε το σκοτεινό χώρο της φυλακής, πού έβγαινε από ένα Σταυρό, του οποίου η κορυφή υψωνόταν στον ουρανό. Πάνω από το Σταυρό πετούσε κυκλικά ένα περιστέρι καθαρό και άμωμο. Ο συναξαριστής της αγίας Μαρίνας δίνει και την εξήγηση των συμβολισμών του οράματος: Όλα αυτά σήμαιναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το φώς, τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός, τον εσταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα. 
Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε: «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό. Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου». 
Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι. 
Ο έπαρχος Ολύβριος βλέποντας την υγιή προσπάθησε με κολακείες να την μεταπείσει όμως μάταια. Το μένος του επάρχου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γεμάτος λοιπόν θυμό δίνει εντολή να γυμνώσουν τη μάρτυρα, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να καίνε με λαμπάδες το σώμα της. Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας εγένετο καί εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώρα εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα το Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Ειρήνη σε σένα, δούλη του Θεού. Έχε θάρρος και λάβε από τη δεξιά του Υψίστου αυτό το ουράνιο στεφάνι». 
Λέγοντας αυτά η θεϊκή περιστερά, πέταξε και κάθισε πάνω σ’ εκείνο το Σταυρό και απευθυνόμενη προς τη μεγαλομάρτυρα είπε δυνατά, έτσι πού ν’ ακούνε όλοι: «Έλα, Μαρίνα, στις άνω μονές του Παραδείσου, για ν’ απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου, να χαίρεσαι μαζί με τους αγίους και να αναπαύεσαι αιώνια». Η φωνή αυτή ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό. Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό. 
Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. 
Στην ουσία όμως, έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η Αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «έκκοψε την κεφαλήν της, περιέβαλεν αυτήν με τον αδαμάντινον στέφανον του μαρτυρίου». 
Μετά το θάνατό της οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές πού αρμόζουν στους μάρτυρες της πίστεως.