Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι ολόκληρος σχεδόν ο Αύγουστος είναι αφιερωμένος από την εκκλησία προς τιμήν της Θεοτόκου. Όχι μόνον οι πρώτες δεκαπέντε ημέρες του, ο γνωστός «Δεκαπενταύγουστος» με την νηστεία, τις ολόθερμες ακολουθίες των παρακλήσεων και τη λοιπή κατανυκτική υμνωδία, αλλά και οι επόμενες μέχρι της 23ης Αυγούστου ημέρες, που γιορτάζεται η απόδοση της εορτής, με τα ωραιότερα «μεθεόρτια» τροπάρια, που εξυμνούν επί τη «Κοιμήσει» την «εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον».
Οι ευαγγελιστές που μοναδικό σκοπό της συγγραφής των ευαγγελίων είχαν να φανερώσουν στον κόσμο το πρόσωπο και το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρος, έγραψαν βέβαια, και για την Παναγία ότι ήταν στενά συνδεδεμένη με το πρόσωπο του Χριστού. Μας δίνουν πληροφορίες για την οικογένεια, τον Ευαγγελισμό, την Γέννηση, την Υπαπαντή, την αναχώρηση στην Αίγυπτο, άλλα σχετικά περιστατικά και φθάνουν στην Σταύρωση, που παρουσιάζουν μπροστά στο σταυρό την Παναγία και τον μαθητή Ιωάννη στον οποίο εμπιστεύεται την μητέρα του ο Κύριος. Σταματούν όμως οι Ευαγγελιστές τις διηγήσεις στην Ανάσταση και επομένως, τίποτα πια δεν αναφέρουν για την μετέπειτα ζωή της Παναγίας.
Υπάρχει όμως η παράδοση, που με ανάλογη προσοχή και ευλάβεια διατήρησε ότι αφορούσε την μητέρα του Χριστού.
Είναι γνωστό από τα Ευαγγέλια, ότι, ευθύς μετά την Σταύρωση παρέλαβε ο Ιωάννης στο σπίτι του την Παναγία στα Ιεροσόλυμα, όπου έζησε περί τα ένδεκα χρόνια με την εξαδέλφη της Σαλώμη μητέρα του Ιωάννου.
Δεν απέθανε, κατά την παράδοση, η Παναγία, αλλά «εκοιμήθη» και «μετέστη» από τη γη στους ουρανούς. Και βέβαια «η κεχαριτωμένη πασών των γενεών» αυτή που ήλθε στον κόσμο για να φέρει σ’ αυτούς τον Υιόν του Θεού η «προεκλεχθείσα ως κατοικητήριον του Παντάνακτος Θεού», δεν ήταν δυνατό, παρά και να φύγει απ’ τον κόσμο αυτόν με εξαιρετικό επίσης τρόπο.
Τρεις μέρες πρωτύτερα, Άγγελος Κυρίου έφερε την είδηση στην Παναγία, ότι ήρθε καιρός να αφήσει τη γη, για να έλθει εις τα «άνω βασίλεια» του Υιού Της. Με χαρά και συγκίνηση δέχτηκε την είδηση. Και ευθύς πήγε, να προσευχηθεί στο Όρος των Ελαιών στον ίδιο τόπο, που συνήθιζε να προσεύχεται ο Κύριος. Προσευχή χαράς, προσευχή ευχαριστίας ήταν τα ολόθερμα λόγια Της. Μετά την προσευχή ανακοίνωσε του Θεού την απόφαση στην Σαλώμη, στους υιούς της Ιωάννη και Ιάκωβο και στις άλλες φίλες Της. Είναι αλήθεια πως έκλαψαν και θρήνησαν, γιατί θα έχαναν από κοντά τους την Παναγία Μητέρα του Χριστού, που την είχαν ευλογία Θεού ανάμεσα στα σπίτια τους. Γλύκανε τον πόνο τους όμως η παρήγορος υπόσχεση της Παναγίας, ότι δεν θα έπαυε να είναι κοντά τους και να μεσιτεύει στο Θεό για χάρη τους. Με προσευχή και φιλανθρωπία πέρασαν αυτές οι τρεις μέρες. Την τρίτη ημέρα έγινε το θαύμα, να έλθουν στα Ιεροσόλυμα οι Απόστολοι «υπό νεφών μεταρσίως αιρομένοι», καθώς ψάλει η εκκλησία. Θέλημα Θεού, μα και επιθυμία των Αποστόλων ήταν να παρευρεθούν όλοι οι Μαθητές του Χριστού κοντά στην Παναγία στις τελευταίες στιγμές της ζωής Της στη γη, να πάρουν την ευλογία Της και να την κηδέψουν.
«Απόστολοι εκ περάτων», λοιπόν, μαζεύτηκαν και κύκλωσαν την νεκρική κλίνη της Θεοτόκου. Κι ακούστηκαν λόγια θερμά. Με Ιερή συγκίνηση, με κατάνυξη ψυχής ύμνησε ο καθένας τη χάρη της, ζήτησε την ευλογία της κι είπε τον πόνο του, μα και τη χαρά του για το έργο του Ευαγγελίου, με παράκληση να φέρει αυτή την αναφορά, με το δικό της στόμα, στον Αρχηγό της Πίστεως.
Κι ήρθε η ώρα που μια γλυκύτητα έλαμψε στο πρόσωπο Της και παρέδωσε το Πνεύμα της στον Υιό Της και Κύριο, αφού γνώρισε, μετά τον πόνο του Γολγοθά, τη χαρά της Αναστάσεως και το γλυκοχάραμα της θρησκείας του Χριστού.
Οι Απόστολοι έφεραν με κατάνυξη στον τάφο το σεπτό σκήνωμα, ενώ μελωδίες αγγέλων συνόδευαν τα βήματά τους.
Όσο και αν θέλησαν να βεβηλώσουν την ιερότητα των στιγμών οι Ιουδαίοι, η δύναμη του Θεού και πάλι έλαμψε. Τόλμησε κάποιος απ’ αυτούς, Ιεχωνίας το όνομα, ν’ απλώσει τα χέρια του στο φέρετρο για να το ανατρέψει, μα τα χέρια του κόπηκαν από αόρατη ρομφαία κι οι άλλοι της συντροφιάς του τυφλώθηκαν. Θεραπεύτηκαν αργότερα, αφού πίστεψαν και ζήτησαν με δάκρυα συγχώρεση για το ανοσιούργημά τους. Στην Γεσθημανή ετάφη η Παναγία σε λαξευμένο σε βράχο μνημείο.
Και πάλιν ο Θωμάς κατά την παράδοση ήταν θέλημα Θεού να λείψει από την κηδεία, για να φανεί το θαύμα της κοιμήσεως. Δεν πρόλαβε, κι ήταν απαρηγόρητος γι’ αυτό. Θέλησαν τότε οι Απόστολοι να τον οδηγήσουν στο μνημείο της Παναγίας. Μα όταν άνοιξαν τον τάφο ένοιωσαν την ίδια χαρά, που πήραν τότε στην Ανάσταση του Χριστού. Άδειος ο τάφος και μόνο τα σεντόνια βρισκότανε. Τι το παράδοξο για την μητέρα του Θεού, «την τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως τον Σεραφείμ»! Εδόξασαν τον Θεό και εκύρηξαν αυτό που είδαν: Ή Θεοτόκος «εκοιμήθη εν Κυρίω» εκηδεύθη «εν Γεσθημανή τω χωρίω» και μετέστη προς Κύριον». Ευρίσκεται στους Ουρανούς σαν βασίλισσα των Αγγέλων. Ακούει τις παρακλήσεις μας και νοιώθει τον πόνο μας και μεσιτεύει στον Υιό Της και Κύριον «πολλά γαρ ισχύει δέησης μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Φθάνει ημείς να είμεθα άξιοι της προστασίας του Θεού. Αυτό ας προσέξομε. Αυτό ας ζητήσομε από την Μητέρα του Θεού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου